- σχοινοβασία
- ητο να βαδίζει κάποιος πάνω σε σχοινί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σχοινοβασία — η / σχοινοβατία, ΝΜΑ, και ιων. τ. σχοινοβατίη Α η τέχνη τού σχοινοβάτη, ισορροπία, βάδισμα ή και χορός πάνω σε τεντωμένο σχοινί, ακροβασία νεοελλ. 1. στον πληθ. οι σχοινοβασίες οι σχοινοβατικές ασκήσεις 2. μτφ. ριψοκίνδυνη ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
σχοινοβατικός — ή, ό / σχοινοβατικός, ή, όν, ΝΜΑ [σχοινοβάτης] νεοελλ. μσν. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σχοινοβάτη ή στη σχοινοβασία («σχοινοβατικές ασκήσεις») αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ σχοινοβατική (ενν. τέχνη) η σχοινοβασία … Dictionary of Greek
ακροβάτης — I Ο όρος κατά λέξη σημαίνει αυτόν που περπατάει στις άκρες των ποδιών και χρησιμοποιείται από πολλές ξένες γλώσσες για να υποδηλώσει κάθε είδους θαυματοποιούς, σχοινοβάτες, σαλτιμπάγκους, άλτες, ισορροπιστές, δεξιοτέχνες ποδηλάτες κ.ά. Η… … Dictionary of Greek
ακροβασία — Γυμναστικές σωματικές ασκήσεις καθώς και είδος αθλήματος που συνδυάζει πολλών ειδών σωματικές ασκήσεις. Κάθε είδος αποτελεί και ένα ιδιαίτερο άθλημα. Οι ακροβατικές ασκήσεις ήταν γνωστές στην Ελλάδα, την Αίγυπτο, τη Ρώμη, το Βυζάντιο, την Κίνα… … Dictionary of Greek
σχοινοβατία — ἡ, ΜΑ, και ιων. τ. σχοινοβατίη, Α βλ. σχοινοβασία … Dictionary of Greek